Μελέαγρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέαγρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα και της Αλθαίας. Αναφέρεται ως ήρωας και σπουδαίος κυνηγός, ο οποίος σκότωσε τον φοβερό κάπρο που κατέστρεφε τους αγρούς της Καλυδώνας· ο κάπρος είχε σταλεί… … Dictionary of Greek
Мелеагр греческий поэт — (Μελέαγρος) сын Евкрата, уроженец сирийского города Гадары и ученик Мениппа, конец жизни провел на Косе, а молодость в Тире; поэт эпиграмматист I в. до Р. Х., первый составитель антологии, которую он назвал венком (στέφανος). Одно у нас отечество … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Мелеагр, греческий поэт — (Μελέαγρος) сын Евкрата, уроженец сирийского города Гадары и ученик Мениппа, конец жизни провел на Косе, а молодость в Тире; поэт эпиграмматист I в. до Р. Х., первый составитель антологии, которую он назвал венком (στέφανος). Одно у нас отечество … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Μελεάγροις — Μελέαγρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελεάγρου — Μελέαγρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελεάγρῳ — Μελέαγρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέαγρε — Μελέαγρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέαγρον — Μελέαγρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мелеагр — (Meleager, Μελέαγρος). Сын этолийского царя Ойнея, участник похода Аргонавтов и охоты на калидонского вепря. В царствование отца его, Артемида послала страшного вепря, который опустошал окрестности города Калидона; это было наказанием Ойнею за то … Энциклопедия мифологии
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek